Αυτεξούσιος στα κροατικά

Μετάφραση: αυτεξούσιος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevezani, nezavisnošću, neovisne, neovisan, samostalno, djelotvoran, besplatno, vrhovni, slobodno, vladar, slobodan, slobodni, slobodna, bez
Αυτεξούσιος στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτεξούσιος

αυτεξούσιος συνώνυμο, αυτεξούσιος συνώνυμα, αυτεξούσιος λεξικό γλώσσας κροατικά, αυτεξούσιος στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • αυταρέσκεια στα κροατικά - samozadovoljstvo
  • αυταρχικός στα κροατικά - zapovjednički, zapovijedan, bossy
  • αυτοβιογραφία στα κροατικά - autobiografija, autobiografiju, autobiografijom, autobiografiji, autobiografije
  • αυτοδύναμος στα κροατικά - samopouzdan, samostalno, samostalan, sposobna za upravljanje sobom
Τυχαίες λέξεις
Αυτεξούσιος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: nevezani, nezavisnošću, neovisne, neovisan, samostalno, djelotvoran, besplatno, vrhovni, slobodno, vladar, slobodan, slobodni, slobodna, bez