Αυτεξούσιος στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυτεξούσιος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laisvas, laisva valia, laisvos valios, laisvą valią, valia, valios laisvė būtų
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτεξούσιος
αυτεξούσιος συνώνυμο, αυτεξούσιος συνώνυμα, αυτεξούσιος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυτεξούσιος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυταρέσκεια στα λιθουανικά - Filisterstwo, Pasitenkinimas savo, Pasitenkinimas
- αυταρχικός στα λιθουανικά - Išlenktas, Mėsa, Karvė, Guzowaty, Apodyktyczny
- αυτοβιογραφία στα λιθουανικά - autobiografija, autobiografijoje, autobiography, autobiografiją, autobiografia
- αυτοδύναμος στα λιθουανικά - pasitikintis savo jėgomis, pasitikėti savo jėgomis, savarankiškos, savarankiškumo, savimi pasitikintiems
Τυχαίες λέξεις
Αυτεξούσιος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laisvas, laisva valia, laisvos valios, laisvą valią, valia, valios laisvė būtų
Μεταφράσεις: laisvas, laisva valia, laisvos valios, laisvą valią, valia, valios laisvė būtų