Βαμβακερό στα εσθονικά
Μετάφραση: βαμβακερό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vatt, puuvill, puuvillane, puuvilla, puuvillast, puuvillased
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαμβακερό
βαμβακερό νήμα, βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερό κορδόνι, βαμβακερό παιδικό χαλί, βαμβακερό χαλί, βαμβακερό λεξικό γλώσσας εσθονικά, βαμβακερό στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βαλτός στα εσθονικά - üüritud, soo, raba, Marsh, roo
- βαμβάκι στα εσθονικά - vatt, puuvill, puuvillane, puuvilla, puuvillast, puuvillased
- βαμβακερός στα εσθονικά - puuvill, vatt, puuvilla, puuvillane, Puuvillahindade, puuvillast, puuvillal
- βανίλια στα εσθονικά - vanill, tavaline, vanilli, vanilje, vanilla, vanillist
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vatt, puuvill, puuvillane, puuvilla, puuvillast, puuvillased
Μεταφράσεις: vatt, puuvill, puuvillane, puuvilla, puuvillast, puuvillased