Βαμβακερό στα τσεχικά
Μετάφραση: βαμβακερό, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bavlník, bavlna, bavlněné, bavlny, bavlněná, bavlněného
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαμβακερό
βαμβακερό νήμα, βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερό κορδόνι, βαμβακερό παιδικό χαλί, βαμβακερό χαλί, βαμβακερό λεξικό γλώσσας τσεχικά, βαμβακερό στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- βαλτός στα τσεχικά - najatý, bažina, Marsh, močál, bahenní, bažiny
- βαμβάκι στα τσεχικά - bavlna, bavlník, bavlněné, bavlny, bavlněná, bavlněného
- βαμβακερός στα τσεχικά - bavlna, bavlník, v bavlně, bavlněné, bavlnou, s bavlnou
- βανίλια στα τσεχικά - vanilka, vanilkovou, vanilková, vanilky, vanilkový
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερό στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bavlník, bavlna, bavlněné, bavlny, bavlněná, bavlněného
Μεταφράσεις: bavlník, bavlna, bavlněné, bavlny, bavlněná, bavlněného