Βαμβακερό στα ολλανδικά
Μετάφραση: βαμβακερό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katoen, katoenen, van katoen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαμβακερό
βαμβακερό νήμα, βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερό κορδόνι, βαμβακερό παιδικό χαλί, βαμβακερό χαλί, βαμβακερό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βαμβακερό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βαλτός στα ολλανδικά - moeras, Marsh, moerassen, het moeras, kwelder
- βαμβάκι στα ολλανδικά - katoen, katoenen, van katoen
- βαμβακερός στα ολλανδικά - katoen, in, op, in de, in het, van
- βανίλια στα ολλανδικά - vanille, vanilla, de vanille, van vanille
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: katoen, katoenen, van katoen
Μεταφράσεις: katoen, katoenen, van katoen