Βραχιόλι στα εσθονικά
Μετάφραση: βραχιόλι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käevõru, earrings, käekett, bracelet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βραχιόλι
βραχιόλι μάτι, βραχιόλι μάρτης, βραχιόλι μακραμέ, βραχιόλι lotus style, βραχιόλι translate, βραχιόλι λεξικό γλώσσας εσθονικά, βραχιόλι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βραδύνους στα εσθονικά - läbipaistmatu, läbipaistmatud, läbipaistmatuks, läbipaistmatut, läbipaistmatuid
- βραδύς στα εσθονικά - aeglane, aeglustama, aeglaselt, aeglase, aeglased, aeglast
- βραχνός στα εσθονικά - laika, kähe, eskimo, käre, räme, käredahäälne, kähisev, ...
- βραχύλογος στα εσθονικά - napisõnaline, sisutihedus, ülevaatlikkust, lakoonilisus, lühidus, kokkuvõtlikkust
Τυχαίες λέξεις
Βραχιόλι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: käevõru, earrings, käekett, bracelet
Μεταφράσεις: käevõru, earrings, käekett, bracelet