Βραχιόλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: βραχιόλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armband, bracelet, armbanden, armband van
Βραχιόλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βραχιόλι

βραχιόλι μάτι, βραχιόλι μάρτης, βραχιόλι μακραμέ, βραχιόλι lotus style, βραχιόλι translate, βραχιόλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βραχιόλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βραδύνους στα ολλανδικά - ondoorzichtig, ondoorzichtige, opake, dekkende, opaak
  • βραδύς στα ολλανδικά - vervelend, dof, taai, saai, toonloos, zoetjes, melig, ...
  • βραχνός στα ολλανδικά - rauw, schor, hees, hese, schorre, rauwe
  • βραχύλογος στα ολλανδικά - beknoptheid, bondigheid, de beknoptheid, beknopt, compactheid
Τυχαίες λέξεις
Βραχιόλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: armband, bracelet, armbanden, armband van