Βραχιόλι στα πολωνικά

Μετάφραση: βραχιόλι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bransoletka, bransoleta, bransoletki, bransoletę, bracelet
Βραχιόλι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βραχιόλι

βραχιόλι μάτι, βραχιόλι μάρτης, βραχιόλι μακραμέ, βραχιόλι lotus style, βραχιόλι translate, βραχιόλι λεξικό γλώσσας πολωνικά, βραχιόλι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βραδύνους στα πολωνικά - tępy, nieprzezroczysty, nieprzejrzysty, nieprzezroczyste, nieprzezroczysta, nieprzejrzyste
  • βραδύς στα πολωνικά - nieskory, leniwy, wolny, tępy, powolny, wolno, powolne, ...
  • βραχνός στα πολωνικά - czerstwy, zachrypły, ochrypły, chrypliwy, chrapliwy, zdrowy, gardłowy, ...
  • βραχύλογος στα πολωνικά - lakoniczny, zwięzły, lapidarny, zwięzłość, lapidarność, zwięzłości, treściwość
Τυχαίες λέξεις
Βραχιόλι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bransoletka, bransoleta, bransoletki, bransoletę, bracelet