Διάλεκτος στα εσθονικά

Μετάφραση: διάλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murre, dialekt, dialekti, murdes, murde
Διάλεκτος στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλεκτος

διάλεκτος των κλίνγκον, διάλεκτος κάτω ιταλίας, διάλεκτος λάρισας, διάλεκτος ορισμός, διάλεκτος θεσσαλονίκης, διάλεκτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, διάλεκτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διάκριση στα εσθονικά - diskreetsus, taktitunne, valikuvabadus, eristamine, diskriminatsioon, diskrimineerimine, diskrimineerimise, ...
  • διάλειμμα στα εσθονικά - ajavahemik, intervall, vahemäng, vaheldumine, vaheaeg, murdma, murrang, ...
  • διάλεξη στα εσθονικά - lugema, loeng, loengu, loengut, loenguga, loengus
  • διάλλειμα στα εσθονικά - vaheaeg, puhkepaus, murrang, murdma, paus, murda, pausi, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάλεκτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: murre, dialekt, dialekti, murdes, murde