Διάλεκτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: διάλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dialekt, dialect, het dialect, dialect van, dialecten
Διάλεκτος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλεκτος

διάλεκτος των κλίνγκον, διάλεκτος κάτω ιταλίας, διάλεκτος λάρισας, διάλεκτος ορισμός, διάλεκτος θεσσαλονίκης, διάλεκτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάλεκτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διάκριση στα ολλανδικά - discriminatie, van discriminatie, discriminatie op, onderscheid, discriminatiebeginsel
  • διάλειμμα στα ολλανδικά - schorsing, bres, doorbreken, rust, verbreken, opening, breuk, ...
  • διάλεξη στα ολλανδικά - spreekbeurt, spreken, voordracht, lezing, college, hoorcollege
  • διάλλειμα στα ολλανδικά - pauze, interruptie, bres, rabat, vermindering, schenden, besnoeiing, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάλεκτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dialekt, dialect, het dialect, dialect van, dialecten