Διάλεκτος στα τούρκικα

Μετάφραση: διάλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lehçe, lehçesi, ağız, diyalekt, dialect
Διάλεκτος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλεκτος

διάλεκτος των κλίνγκον, διάλεκτος κάτω ιταλίας, διάλεκτος λάρισας, διάλεκτος ορισμός, διάλεκτος θεσσαλονίκης, διάλεκτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, διάλεκτος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διάκριση στα τούρκικα - ayırt etme, ayrımcılık, ayrımcılığı, ayrımcılığın, ayrım
  • διάλειμμα στα τούρκικα - kesilme, kırmak, kırılmak, yıkmak, bozmak, teneffüs, kırma, ...
  • διάλεξη στα τούρκικα - konferans, konuşma, ders, anlatım, anlatımı, Teorik
  • διάλλειμα στα τούρκικα - ara, kesilme, yıkmak, kırmak, kırma, teneffüs, kırılmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάλεκτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: lehçe, lehçesi, ağız, diyalekt, dialect