Εκπαιδευόμενος στα εσθονικά
Μετάφραση: εκπαιδευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
praktikant, praktikandi, praktikandina, koolitatav, praktikanti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπαιδευόμενος
εκπαιδευόμενος κλίση, εκπαιδευόμενος ποδοσφαιριστής, εκπαιδευόμενος μάγος, εκπαιδευόμενος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εκπαιδευόμενος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εκπαιδευτής στα εσθονικά - treener, juhendaja, õpetaja, instruktor, instruktori, lennuõpetaja
- εκπαιδευτικός στα εσθονικά - hariv, haridus-, haridusasutuste, hariduslike, haridusliku, hariduslikku
- εκπαιδεύω στα εσθονικά - rong, harima, treenima, harida, õpetada, koolitada, harivas
- εκπαρθένευση στα εσθονικά - ekparthenefsi
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδευόμενος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: praktikant, praktikandi, praktikandina, koolitatav, praktikanti
Μεταφράσεις: praktikant, praktikandi, praktikandina, koolitatav, praktikanti