Εκπαιδευόμενος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εκπαιδευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стажор
Εκπαιδευόμενος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπαιδευόμενος

εκπαιδευόμενος κλίση, εκπαιδευόμενος ποδοσφαιριστής, εκπαιδευόμενος μάγος, εκπαιδευόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκπαιδευόμενος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εκπαιδευτής στα λευκορωσικά - інструктар
  • εκπαιδευτικός στα λευκορωσικά - адукацыйны, адукацыйнага
  • εκπαιδεύω στα λευκορωσικά - выхоўваць
  • εκπαρθένευση στα λευκορωσικά - ekparthenefsi
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδευόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стажор