Εκπαιδευόμενος στα ουκρανικά
Μετάφραση: εκπαιδευόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стажист, стажер
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπαιδευόμενος
εκπαιδευόμενος κλίση, εκπαιδευόμενος ποδοσφαιριστής, εκπαιδευόμενος μάγος, εκπαιδευόμενος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκπαιδευόμενος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εκπαιδευτής στα ουκρανικά - дресирувальник, тренер, інструктор, тренажер, инструктор
- εκπαιδευτικός στα ουκρανικά - педагогічний, навчальний, освітній
- εκπαιδεύω στα ουκρανικά - виховувати, виховайте, звита, навчити, наслідок, навчати, виховати, ...
- εκπαρθένευση στα ουκρανικά - ekparthenefsi
Τυχαίες λέξεις
Εκπαιδευόμενος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стажист, стажер
Μεταφράσεις: стажист, стажер