Ερεθίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: ερεθίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süütama, ärritama, kütma, üles kütma, Raivostuttaa, need põletikuliseks
Ερεθίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερεθίζω

ερεθίζω συνώνυμο, ερεθίζω συνώνυμα, ερεθίζω στα αγγλικά, ερεθίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ερεθίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εργοστάσιο στα εσθονικά - vabrik, istutama, tehas, frees, taim, veski, jahvatama, ...
  • ερείπια στα εσθονικά - jäänused, varemed, varemetest, varemetes, varemete, varemeid
  • ερειστικός στα εσθονικά - vaidlushimuline, ereistikos
  • ερευνητής στα εσθονικά - uurija, teadur, teadlane, teadlase, teadlaste, teadustöötaja
Τυχαίες λέξεις
Ερεθίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: süütama, ärritama, kütma, üles kütma, Raivostuttaa, need põletikuliseks