Ερεθίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ερεθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvlammen, wakkeren, inflame, te wakkeren, ontbranden
Ερεθίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερεθίζω

ερεθίζω συνώνυμο, ερεθίζω συνώνυμα, ερεθίζω στα αγγλικά, ερεθίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ερεθίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εργοστάσιο στα ολλανδικά - molen, metaalfabriek, fabriek, gewas, aanplanten, plant, poten, ...
  • ερείπια στα ολλανδικά - kreng, kadaver, lijk, ruïnes, ruines, ruïne, ruïnes, ...
  • ερειστικός στα ολλανδικά - ereistikos
  • ερευνητής στα ολλανδικά - onderzoeker, onderzoekers, onderzoekster
Τυχαίες λέξεις
Ερεθίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontvlammen, wakkeren, inflame, te wakkeren, ontbranden