Ερεθίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ερεθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
espa, bólgna, inflame
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερεθίζω
ερεθίζω συνώνυμο, ερεθίζω συνώνυμα, ερεθίζω στα αγγλικά, ερεθίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ερεθίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εργοστάσιο στα ισλανδικά - verksmiðja, jurt, verksmiðju, verksmiðjan, verksmiðjunni, verksmiðju sem
- ερείπια στα ισλανδικά - rústir, Rústirnar, tóftir, rústum, finna rústir
- ερειστικός στα ισλανδικά - ereistikos
- ερευνητής στα ισλανδικά - fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn
Τυχαίες λέξεις
Ερεθίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: espa, bólgna, inflame
Μεταφράσεις: espa, bólgna, inflame