Ερεθίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: ερεθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccitare, incendiare, irritare, infiammare, infiammi, inflame, infiammerà, infiamma
Ερεθίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερεθίζω

ερεθίζω συνώνυμο, ερεθίζω συνώνυμα, ερεθίζω στα αγγλικά, ερεθίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ερεθίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εργοστάσιο στα ιταλικά - pianta, macinare, impiantare, fabbrica, piantare, fondare, mulino, ...
  • ερείπια στα ιταλικά - rovine, resti, ruderi, rovina, le rovine
  • ερειστικός στα ιταλικά - ereistikos
  • ερευνητής στα ιταλικά - ricercatore, ricercatrice, ricercatori, ricercatore di, il ricercatore
Τυχαίες λέξεις
Ερεθίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: eccitare, incendiare, irritare, infiammare, infiammi, inflame, infiammerà, infiamma