Ερεθίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ερεθίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrigar, zangar, fraco, inflamar, abrasar, inflame, inflamam, inflamar as, inflamar o
Ερεθίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερεθίζω

ερεθίζω συνώνυμο, ερεθίζω συνώνυμα, ερεθίζω στα αγγλικά, ερεθίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ερεθίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εργοστάσιο στα πορτογαλικά - moinhos, fincar, leite, vegetal, prancha, ordenhar, fato, ...
  • ερείπια στα πορτογαλικά - morto, cadáver, defunto, ruínas, ruínas de, as ruínas, ruinas, ...
  • ερειστικός στα πορτογαλικά - ereistikos
  • ερευνητής στα πορτογαλικά - investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de
Τυχαίες λέξεις
Ερεθίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: irrigar, zangar, fraco, inflamar, abrasar, inflame, inflamam, inflamar as, inflamar o