Ευεπηρέαστος στα εσθονικά
Μετάφραση: ευεπηρέαστος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutatav, vastuvõtlik, passible
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευεπηρέαστος
ευεπηρέαστος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ευεπηρέαστος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ευδοκιμώ στα εσθονικά - edenema, areneda, läbilöömiseks, Elab, jõudsalt areneda
- ευελπιστώ στα εσθονικά - lootma, lootus, loodan, loodame
- ευερέθιστος στα εσθονικά - kergestierutuv, ärritav, ergastatavad, erutuvaid, erutuva
- ευεργετικός στα εσθονικά - tervislik, kasulik, kasulikud, kasulikke, kasulikku, kasulike
Τυχαίες λέξεις
Ευεπηρέαστος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõjutatav, vastuvõtlik, passible
Μεταφράσεις: mõjutatav, vastuvõtlik, passible