Καταστρεπτικός στα εσθονικά

Μετάφραση: καταστρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hävitav, silmipimestav, laastav, hävitava, destruktiivne, hävitavaid, destruktiivse
Καταστρεπτικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστρεπτικός

καταστρεπτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταστρεπτικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καταστολή στα εσθονικά - repressioonid, repressioonide, repressioone, represseerimise, represseerimine
  • καταστρέφω στα εσθονικά - põrmustama, muserdama, laastama, hukkama, katkestama, hävitama, defloreerima
  • καταστροφή στα εσθονικά - purustamine, katastroof, purustus, hävitamine, hävitamise, hävitamist, hävitamiseks, ...
  • καταστροφικός στα εσθονικά - purustav, destruktiivne, lõhkuv, hävitav, katastroofiline, katastroofidele, katastroofilised, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταστρεπτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: hävitav, silmipimestav, laastav, hävitava, destruktiivne, hävitavaid, destruktiivse