Καταστρεπτικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: καταστρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ardomasis, žalingos, destruktyvus, destruktivnosti, destruktyvūs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστρεπτικός
καταστρεπτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καταστρεπτικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καταστολή στα λιθουανικά - represija, represijos, represijų, represijas, represijomis
- καταστρέφω στα λιθουανικά - suskaldyti, sugriauti, Uostas, Zeszpecić, Deflorēt, Atimti dziewictwa, Laupīt nekaltumą
- καταστροφή στα λιθουανικά - nelaimė, tragedija, katastrofa, naikinimas, sunaikinimas, sunaikinimą
- καταστροφικός στα λιθουανικά - katastrofiškas, katastrofiška, katastrofiški, katastrofiškų, katastrofiškos
Τυχαίες λέξεις
Καταστρεπτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ardomasis, žalingos, destruktyvus, destruktivnosti, destruktyvūs
Μεταφράσεις: ardomasis, žalingos, destruktyvus, destruktivnosti, destruktyvūs