Πρόσοδος στα εσθονικά

Μετάφραση: πρόσοδος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
annuiteet, aastarent, annuiteedi, annuiteeti, annuiteediga, annuiteedina
Πρόσοδος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσοδος

έγγεια πρόσοδος, πρόσοδοσ συνωνυμα, πρόσοδος βικιπαιδεια, ισόβια πρόσοδοσ, έγγειος πρόσοδος, πρόσοδος λεξικό γλώσσας εσθονικά, πρόσοδος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πρόσληψη στα εσθονικά - värbamine, tööhõive, tööhõivet, tööhõivele, töö, töökohtade
  • πρόσμειξη στα εσθονικά - lisand, manus, lisandi, lisandina, lisandiks, ebapuhtusena
  • πρόσοψη στα εσθονικά - fassaad, esikülg, front, ilme, fassaadi, Facade, fassaadil, ...
  • πρόστιμο στα εσθονικά - leppehüvitis, peen, trahv, pant, karistuslöök, trahvi, trahviühikut, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσοδος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: annuiteet, aastarent, annuiteedi, annuiteeti, annuiteediga, annuiteedina