Πρόσοδος στα τούρκικα
Μετάφραση: πρόσοδος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıllık ödenek, rant, annuity, yıllık sigorta, sigorta poliçesi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσοδος
έγγεια πρόσοδος, πρόσοδοσ συνωνυμα, πρόσοδος βικιπαιδεια, ισόβια πρόσοδοσ, έγγειος πρόσοδος, πρόσοδος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πρόσοδος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πρόσληψη στα τούρκικα - iş, istihdam, istihdamı, çalışma, istihdamın
- πρόσμειξη στα τούρκικα - kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik
- πρόσοψη στα τούρκικα - cephe, cephesi, facade, dış cephe
- πρόστιμο στα τούρκικα - iyi, ceza, ince, zarif, hassas, kaybetmek, güzel, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσοδος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yıllık ödenek, rant, annuity, yıllık sigorta, sigorta poliçesi
Μεταφράσεις: yıllık ödenek, rant, annuity, yıllık sigorta, sigorta poliçesi