Συνώνυμος στα εσθονικά

Μετάφραση: συνώνυμος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sünonüümne, sünonüüm, sünonüümiks, sünonüümid, tähendama
Συνώνυμος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνώνυμος

συνώνυμος λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνώνυμος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνωστισμός στα εσθονικά - armumine, rüsima, litsuma, erainvesteeringute suurendamin, väljatõrjumine, väljatõrjumise, kogunemise, ...
  • συνύπαρξη στα εσθονικά - kooseksisteerimine, kooseksisteerimise, kooseksisteerimist, samaaegse viljelemise, samaaegset viljelemist
  • συρρέω στα εσθονικά - kari, rahvamass, parv, tunglema, kogudus, rüselema, karja, ...
  • συρρικνώνομαι στα εσθονικά - kahanema, vähenema, psühhiaater, kahandatud, kokkutõmbunuid, kokku tõmbunud, Kokkutõmbunud, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνώνυμος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sünonüümne, sünonüüm, sünonüümiks, sünonüümid, tähendama