Συνώνυμος στα ιταλικά
Μετάφραση: συνώνυμος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sinonimo, anche, sinonimi, sinonimo di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνώνυμος
συνώνυμος λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνώνυμος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνωστισμός στα ιταλικά - inceppare, bloccare, calca, marmellata, affollamento, spiazzamento, l'affollamento, ...
- συνύπαρξη στα ιταλικά - coesistenza, convivenza, la coesistenza, la convivenza, di coesistenza
- συρρέω στα ιταλικά - mandria, stuolo, calca, turba, gregge, folla, stormo, ...
- συρρικνώνομαι στα ιταλικά - rimpicciolire, restringere, diminuire, ridurre, scemare, rinsecchito, rattrappito, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνώνυμος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sinonimo, anche, sinonimi, sinonimo di
Μεταφράσεις: sinonimo, anche, sinonimi, sinonimo di