Συνώνυμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνώνυμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sinônimo, sinónimo, sinônimos, sinónimos, synonymous
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνώνυμος
συνώνυμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνώνυμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνωστισμός στα πορτογαλικά - socar, britar, esmagar, compota, calcar, atolamento, encarcerar, ...
- συνύπαρξη στα πορτογαλικά - coexistência, convivência, a coexistência, a convivência, de coexistência
- συρρέω στα πορτογαλικά - nadar, juntar-se, gado, rebanho, flutuador, multidão, flutuar, ...
- συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά - agudo, dimensão, diminua, psiquiatra, encolher, encolhido, encolhida, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνώνυμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sinônimo, sinónimo, sinônimos, sinónimos, synonymous
Μεταφράσεις: sinônimo, sinónimo, sinônimos, sinónimos, synonymous