Αδερφικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδερφικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bróðurleg, bróðurlegt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφικός
αδερφικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδερφικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδελφός στα ισλανδικά - bróðir, bróður
- αδερφή στα ισλανδικά - systir, systur, systirin
- αδερφός στα ισλανδικά - bróðir, bróður
- αδιάβροχος στα ισλανδικά - vatnsheldur, vatnsþétt, vatnsheld, vatnshelt
Τυχαίες λέξεις
Αδερφικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bróðurleg, bróðurlegt
Μεταφράσεις: bróðurleg, bróðurlegt