Αδερφικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδερφικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraternal, fraterno, fraterna, fraternidade, fraternalmente
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδερφικός
αδερφικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδερφικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδελφός στα πορτογαλικά - camarada, companheiro, irmão, o irmão, brother, irmăo
- αδερφή στα πορτογαλικά - excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, ...
- αδερφός στα πορτογαλικά - camarada, irmão, companheiro, o irmão, brother, irmăo
- αδιάβροχος στα πορτογαλικά - melancia, impermeabilizar, à prova d'água, impermeável, prova d'água, Waterproof, à prova de água
Τυχαίες λέξεις
Αδερφικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fraternal, fraterno, fraterna, fraternidade, fraternalmente
Μεταφράσεις: fraternal, fraterno, fraterna, fraternidade, fraternalmente