Αδερφικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδερφικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broederlijk, broederlijke, broederliefde, de broederlijke, gebroederlijk
Αδερφικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδερφικός

αδερφικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδερφικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδελφός στα ολλανδικά - kornuit, broer, makker, maat, broeder, kameraad, broertje, ...
  • αδερφή στα ολλανδικά - gek, zonderling, verdacht, vreemd, verdachte, bizar, eigenaardig, ...
  • αδερφός στα ολλανδικά - kornuit, broer, makker, kameraad, broeder, maat, broertje, ...
  • αδιάβροχος στα ολλανδικά - waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof
Τυχαίες λέξεις
Αδερφικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: broederlijk, broederlijke, broederliefde, de broederlijke, gebroederlijk