Αντανακλαστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αντανακλαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reflexive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντανακλαστικός
αντανακλαστικόσ πόνοσ, αντανακλαστικός πόνος στο αυτί, αντανακλαστικός πόνος στον ώμο, αντανακλαστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αντανακλαστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανταμείβω στα ισλανδικά - laun, verðlaun, umbun, launin, að laun
- ανταμοιβή στα ισλανδικά - laun, verðlaun, umbun, launin, að laun
- αντανακλώ στα ισλανδικά - endurspegla, að endurspegla, endurspeglun, endurspeglun á, endurspeglar
- ανταπαντώ στα ισλανδικά - svar, svara, retort
Τυχαίες λέξεις
Αντανακλαστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reflexive
Μεταφράσεις: reflexive