Αντανακλαστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αντανακλαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederkerend, reflexieve, reflexief, wederkerende, reflectieve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντανακλαστικός
αντανακλαστικόσ πόνοσ, αντανακλαστικός πόνος στο αυτί, αντανακλαστικός πόνος στον ώμο, αντανακλαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντανακλαστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανταμείβω στα ολλανδικά - vergelden, restitueren, terugstorten, terugbetalen, beloning, loon, belonen, ...
- ανταμοιβή στα ολλανδικά - pré, voordeel, lonen, vergelden, belonen, terugdoen, baat, ...
- αντανακλώ στα ολλανδικά - weerkaatsen, spiegelen, reflecteren, weerspiegelen, bedenken, afspiegelen, terugkaatsen, ...
- ανταπαντώ στα ολλανδικά - bescheid, antwoord, antwoorden, wederwoord, reageren, retort, weerwoord, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντανακλαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wederkerend, reflexieve, reflexief, wederkerende, reflectieve
Μεταφράσεις: wederkerend, reflexieve, reflexief, wederkerende, reflectieve