Αποφασιστικότητα στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποφασιστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
festa, ákvörðun, ákvarða, ákvarðað, að ákvarða, ákvörðunar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα έναντι των άκρων, αποφασιστικότητα wiki, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα αποφθεγματα, αποφασιστικότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποφασιστικότητα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποφασισμένος στα ισλανδικά - ákvarðað, ákvörðuð, ákvarða, ræðst, ákveðið
- αποφασιστικός στα ισλανδικά - afgerandi, úrslitum, ræður, sköpum, ráðið úrslitum
- αποφεύγω στα ισλανδικά - forðast, koma í veg, að forðast, koma í veg fyrir, forðast að
- αποφοίτηση στα ισλανδικά - útskrift, Graduation, útskriftarverkefni, brautskráning, Útskriftarsýning
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: festa, ákvörðun, ákvarða, ákvarðað, að ákvarða, ákvörðunar
Μεταφράσεις: festa, ákvörðun, ákvarða, ákvarðað, að ákvarða, ákvörðunar