Αποφασιστικότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποφασιστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, apibrėžimas, nustatymas, nustatyti, nustatymo, nustatymą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα έναντι των άκρων, αποφασιστικότητα wiki, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα αποφθεγματα, αποφασιστικότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποφασιστικότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποφασισμένος στα λιθουανικά - nustatomas, nustatytas, nustatoma, nustatyta, nustatyti
- αποφασιστικός στα λιθουανικά - lemiamas, lemiamą, lemiama, lemiamos, lemiami
- αποφεύγω στα λιθουανικά - išvengti, išvengta, vengti, būtų išvengta, nebūtų
- αποφοίτηση στα λιθουανικά - gradacija, Baigimo, gradacijos, diplominis, gradavimas
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sprendimas, apibrėžimas, nustatymas, nustatyti, nustatymo, nustatymą
Μεταφράσεις: sprendimas, apibrėžimas, nustatymas, nustatyti, nustatymo, nustatymą