Αποφασιστικότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποφασιστικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рішучість, установлення, розв'язання, визначення, ухвалу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα έναντι των άκρων, αποφασιστικότητα wiki, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα αποφθεγματα, αποφασιστικότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποφασιστικότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποφασισμένος στα ουκρανικά - нездоланний, непереборний, непоборний, певний, визначений, певного, певне, ...
- αποφασιστικός στα ουκρανικά - вирішальний, рішучий, переконливий, вирішує, вирішального, що вирішує
- αποφεύγω στα ουκρανικά - хитрувати, ухилятись, цуратись, уникнути, збочувати, обійти, уникати, ...
- αποφοίτηση στα ουκρανικά - поділу, випарювання, градація, поділи, лінії, градацію
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рішучість, установлення, розв'язання, визначення, ухвалу
Μεταφράσεις: рішучість, установлення, розв'язання, визначення, ухвалу