Διχασμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχασμός
διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διχασμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διφορούμενος στα ισλανδικά - óljós, tvíræð, margrætt, vafasöm, misvísandi
- διχάζω στα ισλανδικά - deila, bifurcate
- διχοτομία στα ισλανδικά - klofna, brot, kljúfa, dichotomy
- διχοτομώ στα ισλανδικά - skipta í tvennt, í tvennt
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar
Μεταφράσεις: deiling, skil, deild, skiptingu, skipting, Sviðið, deildar