Διχασμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válaszfal, kerület, osztás, osztály, Division, részlege, divízió
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχασμός
διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διχασμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διφορούμενος στα ουγγρικά - elodázó, kétértelmű, egyértelmű, félreérthető, nem egyértelmű, ellentmondásos
- διχάζω στα ουγγρικά - vízválasztó, kettéágazó, kétfelé válik, kétfelé
- διχοτομία στα ουγγρικά - kettéhasított, elrepesztett, hasított, elszakadás, elrepedés, kettévágott, dichotómia, ...
- διχοτομώ στα ουγγρικά - kettévág, felezik, kettészelik
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: válaszfal, kerület, osztás, osztály, Division, részlege, divízió
Μεταφράσεις: válaszfal, kerület, osztás, osztály, Division, részlege, divízió