Διχασμός στα τούρκικα
Μετάφραση: διχασμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
daire, bölünme, kısım, bölüm, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχασμός
διχασμός 1965, διχασμός 1915, διχασμός και εξιλέωση περί πολιτικής ηθικής των ελλήνων, διχασμός μετάφραση, διχασμόσ και εξιλέωση, διχασμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, διχασμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διφορούμενος στα τούρκικα - belirsiz, muğlak, belirsizdir, belirsiz bir, müphem
- διχάζω στα τούρκικα - ayırmak, ayrılmak, iki kola ayrılmış, bifurcate, çatallanmış, kola ayrılmış, iki kola ayrılmak
- διχοτομία στα τούρκικα - kırma, yarılmak, bölünme, çatallanma, ikilik, ikilemi, ikiliği, ...
- διχοτομώ στα τούρκικα - ikiye ayırmak, bisect, ikiye bölmek, iki eşit parçaya böler, eşit parçaya böler
Τυχαίες λέξεις
Διχασμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: daire, bölünme, kısım, bölüm, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi
Μεταφράσεις: daire, bölünme, kısım, bölüm, bölümü, Küme Bu, bölme, bölünmesi