Ενδοτικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενδοτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
concessive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενδοτικός
ενδοτικός αντώνυμα, ενδοτικός συνώνυμο, συνωνυμα ενδοτικός, ενδοτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενδοτικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενδιαφέρων στα ισλανδικά - skemmtilegur, sögulegur, áhugavert, áhugaverður, áhugaverð, athyglisvert, áhugaverðar
- ενδιαφερόμενος στα ισλανδικά - beittur, áhyggjur, áhyggjur af, umhugað, annt, hlutaðeigandi
- ενδοχώρα στα ισλανδικά - hinterland
- ενδυμασία στα ισλανδικά - búningur
Τυχαίες λέξεις
Ενδοτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: concessive
Μεταφράσεις: concessive