Ενδοτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενδοτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegevend, concessieve, concessief, concessionele, toegeving
Ενδοτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδοτικός

ενδοτικός αντώνυμα, ενδοτικός συνώνυμο, συνωνυμα ενδοτικός, ενδοτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενδοτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενδιαφέρων στα ολλανδικά - curieus, vreemdsoortig, vreemd, interessant, typisch, belangwekkend, interessante, ...
  • ενδιαφερόμενος στα ολλανδικά - rap, vief, wakker, druk, tierig, levendig, kras, ...
  • ενδοχώρα στα ολλανδικά - achterland, hinterland, het achterland, binnenland, achterlandverbindingen
  • ενδυμασία στα ολλανδικά - kostuum, gewaad, klederdracht, dracht, pak, kleding, kledij, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενδοτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toegevend, concessieve, concessief, concessionele, toegeving