Ενστικτωδώς στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενστικτωδώς, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dragast, dragast að, ósjálfrátt, að dragast
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενστικτωδώς
ενστικτωδώς συνώνυμα, ενστικτωδώς λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενστικτωδώς στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενσπείρω στα ισλανδικά - sá, innræta, instil
- ενσταλάζω στα ισλανδικά - fylla, gæða, inndælingar, inndælingar á, að fylla
- ενστικτώδης στα ισλανδικά - instinctive
- ενσωματώνω στα ισλανδικά - staðfest, fela, fela í sér, er staðfest, fela í
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτωδώς στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dragast, dragast að, ósjálfrátt, að dragast
Μεταφράσεις: dragast, dragast að, ósjálfrátt, að dragast