Ενστικτωδώς στα ρωσικά

Μετάφραση: ενστικτωδώς, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интуитивно, инстинктивно, невольно
Ενστικτωδώς στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενστικτωδώς

ενστικτωδώς συνώνυμα, ενστικτωδώς λεξικό γλώσσας ρωσικά, ενστικτωδώς στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ενσπείρω στα ρωσικά - высевать, хавронья, высеять, насаждать, засевать, сиять, сеять, ...
  • ενσταλάζω στα ρωσικά - вливать, заваривать, придавать, внедрять, возбуждать, вселять, настаиваться, ...
  • ενστικτώδης στα ρωσικά - бессознательный, инстинктивный, инстинктивное, инстинктивная, инстинктивным, инстинктивно
  • ενσωματώνω στα ρωσικά - легализировать, воплощать, изображать, смешивать, содержать, запечатлеться, вделывать, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενστικτωδώς στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: интуитивно, инстинктивно, невольно