Ενόχληση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενόχληση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gremja, óþægindi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενόχληση
ενόχληση στους όρχεις, ενόχληση στο στήθος, ενόχληση στο γόνατο, ενόχληση στον λαιμό, ενόχληση στο μάτι, ενόχληση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενόχληση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενυδρείο στα ισλανδικά - fiskabúr, Sædýrasafnið, sædýrasafn, Aquarium, Sædýrasafnið í
- ενότητα στα ισλανδικά - eining, einingu, einingin, samstaða
- ενώ στα ισλανδικά - meðan, en, á meðan, þegar, meðan að
- ενώνω στα ισλανδικά - ganga, þátt, taka þátt, að taka þátt, tengja
Τυχαίες λέξεις
Ενόχληση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: gremja, óþægindi
Μεταφράσεις: gremja, óþægindi