Επενδύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: επενδύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, fjárfesta í
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενδύω
επενδύω αγγλικά, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω ετυμολογια, επενδύω λεξικό, επενδυω συνώνυμα, επενδύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επενδύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επεμβαίνω στα ισλανδικά - trufla, truflað, að trufla, haft áhrif, hafa áhrif
- επενέργεια στα ισλανδικά - áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
- επενεργώ στα ισλανδικά - áhrif, virkar, gerðir, verkar, athafna, athöfnum
- επεξεργάζομαι στα ισλανδικά - vandaður, útfæra, að útfæra, útfæra nánar, samningsaðilar
Τυχαίες λέξεις
Επενδύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, fjárfesta í
Μεταφράσεις: fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, fjárfesta í