Επενδύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: επενδύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інвеставаць, інвесціраваць, інвэставаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επενδύω
επενδύω αγγλικά, επενδύω συναισθηματικά, επενδύω ετυμολογια, επενδύω λεξικό, επενδυω συνώνυμα, επενδύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επενδύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- επεμβαίνω στα λευκορωσικά - ўмешвацца, умешвацца
- επενέργεια στα λευκορωσικά - эфект, эфэкт
- επενεργώ στα λευκορωσικά - акты
- επεξεργάζομαι στα λευκορωσικά - распрацоўваць, распрацо, распрацо ¢
Τυχαίες λέξεις
Επενδύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інвеставаць, інвесціраваць, інвэставаць
Μεταφράσεις: інвеставаць, інвесціраваць, інвэставаць