Επιβάλλω στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stofnsetja, fá útrás, útrás, wreak
Επιβάλλω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάλλω

επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιβάλλω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επευφημώ στα ισλανδικά - fagna, fögnum, fagna því, klappa, að fagna
  • επηρεάζω στα ισλανδικά - sveifla, Sway
  • επιβάτης στα ισλανδικά - farþegi, farþega, farþeginn, farþegaflutningar, farþegasæta
  • επιβίβαση στα ισλανδικά - Stangveiði, borð, bretti, um borð
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stofnsetja, fá útrás, útrás, wreak