Επιβάλλω στα λιθουανικά

Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
institutas, siena, išlieti, sužlugdyti, pakenkti, Duoti išėjimas, Daryti zemstę
Επιβάλλω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάλλω

επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιβάλλω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επευφημώ στα λιθουανικά - ploti, namų, pritariu, pritarti, paploti
  • επηρεάζω στα λιθουανικά - linguoti, svyravimas, siūbavimas, kilsuoti, liūliuoti
  • επιβάτης στα λιθουανικά - keleivis, keleivinis, keleivių, keleivinio, keleivio
  • επιβίβαση στα λιθουανικά - įsodinimas, banglentėmis, įlaipinimo, vežti, internatinė
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: institutas, siena, išlieti, sužlugdyti, pakenkti, Duoti išėjimas, Daryti zemstę