Επιβάλλω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
граница, учреждение, опустошавам, отмъщавам, сеят, опустошат, да опустошавам
Επιβάλλω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάλλω

επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιβάλλω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επευφημώ στα βουλγαρικά - аплодирам, приветствам, аплодират, аплодираме, аплодира
  • επηρεάζω στα βουλγαρικά - люшкане, люшкам, поклащам, люлея, люшкам се
  • επιβάτης στα βουλγαρικά - пътнически, пътник, на пътници, пътническия, пътническа
  • επιβίβαση στα βουλγαρικά - пансион, на борда, качване, достъп на борда, качване на борда
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: граница, учреждение, опустошавам, отмъщавам, сеят, опустошат, да опустошавам