Επιβάλλω στα νορβηγικά

Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anlegge, etablere, stifte, påtvinge, grunne, opprette, institutt, wreak, anrette, skape
Επιβάλλω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάλλω

επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επιβάλλω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • επευφημώ στα νορβηγικά - applaudere, klappet, applauderer, bifaller, klappe
  • επηρεάζω στα νορβηγικά - påvirke, svaie, sway, innflytelse, gynging, i Sway
  • επιβάτης στα νορβηγικά - passasjer, passasjeren, passasjerer, person
  • επιβίβαση στα νορβηγικά - boarding, ombordstigning, kost
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: anlegge, etablere, stifte, påtvinge, grunne, opprette, institutt, wreak, anrette, skape