Επιβάλλω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: επιβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
iнстытут, будаваць, сеяць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβάλλω
επιβάλλω in english, επιβάλλω συνώνυμα, επιβάλλω κλίση, επιβάλλω ή επιβάλω, επιβάλλω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επιβάλλω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- επευφημώ στα λευκορωσικά - апладзіраваць, апладыраваць, пляскаць у далоні, апладаваць, пляскаць
- επηρεάζω στα λευκορωσικά - ўлада, ўладу, улада, уладу
- επιβάτης στα λευκορωσικά - пасажыр
- επιβίβαση στα λευκορωσικά - пасадка
Τυχαίες λέξεις
Επιβάλλω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: iнстытут, будаваць, сеяць
Μεταφράσεις: iнстытут, будаваць, сеяць